Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λώρον το· λούρον.
-
- 1) Δερμάτινο λουρί, ιμάντας:
- πόδας δένουν μετά λούρων … βοείων (Ερμον. Ω 223)·
- τα λούρα και τα 'νία (Σαχλ., Αφήγ. 133).
- 2) Οι σιδερένιοι κρίκοι που είναι εφαρμοσμένοι στη μέση του ζυγού:
- λούρα ζευγάρι ά, ζυγούς δύο (Βαρούχ. 3919).
[<ουσ. λώρος. Ο πληθ. λούρα και σήμ. ιδιωμ. Ο πληθ. λώρα στον Ησύχ. Η λ. τον 11. αι.]
- 1) Δερμάτινο λουρί, ιμάντας: