Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λῃστής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ληστής ο [listís] Ο7 : (πρβ. κλέφτης) 1. αυτός που διαπράττει ληστείες: Οι ληστές του ταμιευτηρίου είχαν σκεπασμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες. 2. (μτφ.) αυτός που πραγματοποιεί υπερβολικά υψηλά κέρδη σε βάρος άλλων, αισχροκερδής: Aυτοί δεν είναι έμποροι, είναι ληστές. || Ο ~ με το ένα χέρι, είδος μηχανικού τυχερού παιχνιδιού που λειτουργεί με κέρματα· κουλοχέρης. 3. (ιστ.) για κακοποιούς που ζούσαν στα βουνά και, οργανωμένοι σε συμμορίες, έκλεβαν τους ταξιδιώτες ή έκαναν απαγωγές και ζητούσαν λύτρα.

[λόγ. < αρχ. λFηστής]

[Λεξικό Κριαρά]
ληστής ο· λησθής.
  • α) Ληστής:
    • ήτον (ενν. ο Βαραββάς) φανερός λησθής και κλέπτης και φονίσκος (Ντελλαπ., Στ. θρην. 200
  • β) κλέφτης, άρπαγας:
    • μωρός, ληστής, απάνθρωπος (Ιστ. Βλαχ. 1124
  • γ) (μεταφ.) ατίθασος, ζωηρός:
    • παιδί μικρό ήσουνε ληστής (Ζήν. Ά 89).
  • Η λ. σε τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 1221).

[αρχ. ουσ. λῃστής. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες