Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύχνος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λύχνος ο [líxnos] Ο18 : (λόγ.) το λυχνάρι.

[λόγ. < αρχ. λύχνος]

[Λεξικό Κριαρά]
λύχνος ο.
  • 1) Λυχνάρι:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 56817
    • (ως προσφών. προσώπου):
      • ω λύχνε φωταυγέστατε, πώς εσβέσθηκες και μας άφησες; (Χίκα, Μονωδ. 179).
  • 2) (Πιθ. συνεκδ.) κεραμικό υλικό από (σπασμένο) λυχνάρι:
    • Μαρμάρου … υελίου … λύχνου μέρος έν … πάντα κόψας και σήσας (Ιερακοσ. 4903).
  • Προσωποπ. του ψαριού λύχνος:
    • (Οψαρ. 36229).

[αρχ. ουσ. λύχνος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυχνοστάτης ο [lixnostátis] Ο10 : στήριγμα πάνω στο οποίο τοποθετείται το λυχνάρι.

[λόγ. < αρχ. λυχνοστάτης]

[Λεξικό Κριαρά]
λυχνοστάτης ο.
  • Υποστήριγμα λυχναριού:
    • βάνει (ενν. τον λύχνον) εις τον λυχνοστάτην (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ιά 33).

[<ουσ. λύχνος + ‑στάτης. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες