Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λύνω [líno] -ομαι Ρ αόρ. έλυσα, απαρέμφ. λύσει, παθ. αόρ. λύθηκα, απαρέμφ. λυθεί, μππ. λυμένος : I1α. ξεσφίγγω, χαλαρώνω κτ. που είναι δεμένο: ~ τον κόμπο / τα κορδόνια των παπουτσιών / τη γραβάτα. Είχε λυμένα τα μαύρα, μακριά μαλλιά της. || (ναυτ.): ~ κάβο / πρυμάτσα. || (αθλ.): Ο παλαιστής έλυσε τη λαβή του, τη χαλάρωσε, την ξέσφιξε. ΦΡ ~ το ζωνάρι* μου (για καβγά). β. (μτφ., συνήθ. παθ., για το σώμα και τα μέλη του) χαλαρώνω, ατονώ, παραλύω (κυρ. από φόβο, τρόμο, συγκίνη ση): Mου λύθηκαν τα γόνατα / τα μέλη / οι αρμοί / οι κλειδώσεις. || Λύθηκα στα γέλια*. ΦΡ μου λύθηκε ο αφαλός* (από τα ζόρια / από το φό βο). || (παθ., προφ.) κάτω από ορισμένες συνθήκες, χαλαρώνω, αισθάνομαι άνετα: Ύστερα από τις πρώτες παραστάσεις ο πρωταγωνιστής λύθηκε και απέδωσε καλύτερα το ρόλο του. 2. απαλλάσσω από το δέσιμο. α. (για ζώα): ~ το ζώο / το βόδι / το γαϊδούρι / το σκυλί. β. (για άνθρ.): ~ τις χειροπέδες / τα χέρια / τον αιχμάλωτο. ΦΡ ~ τα χέρια κάποιου, τον απαλλάσσω από περιορισμούς, του δίνω την ελευθερία, τη δυνατότητα να ενεργήσει όπως θέλει. λύνει και δένει, για κπ. που διαθέτει μεγάλη εξουσία, που είναι πανίσχυρος. λύνεται η γλώσσα* κάποιου. 3. (συνήθ. για μηχανές, μηχανισμούς) διαλύω μεθοδικά κτ. στα μέρη που το αποτελούν, αποσυναρμολογώ: ~ τη μηχανή / τον κινητήρα / το όπλο. ANT συναρμολογώ, δένω. II1. (μτφ.) βάζω τέλος σε μια κατάσταση, σε μια διαδικασία· τερματίζω, διακόπτω, σταματώ: ~ την πολιορκία / τον αποκλεισμό μιας πόλης / την απεργία. Ο μάρτυρας έλυσε τη σιωπή του και μίλησε. || ~ τα μάγια, απαλλάσσω κπ. από την επήρειά τους. 2. καταργώ, ακυρώνω μια συνθήκη, μια συμφωνία κτλ.: ~ τη συμμαχία / το γάμο / τον όρκο. H σύμβαση λύθηκε μονομερώς. III1. βρίσκω το ζητούμενο, το άγνωστο: α. σε ένα μαθηματικό πρόβλημα: ~ ένα πρόβλημα / μια άσκηση / μια εξίσωση. β. σε πνευματικά παιχνίδια: ~ ένα σταυρόλεξο / ένα γρίφο / ένα αίνιγμα. 2α. ξεπερνώ, αίρω, διευθετώ τις δυσκολίες, τις περιπλοκές που παρουσιάζει μια κατάσταση, ένα ζήτημα, μια διαδικασία: Tο πρόβλημα / το ζήτημα λύθηκε προσωρινά / μόνιμα / ικανοποιητικά. Δεν έλυσε ακόμα το πρόβλημα της επιβίωσής του. β. δίνω λύση, τέλος σε κτ., επιλύω: Έλυσαν τις διαφορές τους στα δικαστήρια / με τα μαχαίρια / με τα πιστόλια. Οι διαφωνίες πρέπει να λύνονται με το διάλογο. 3. διευκρινίζω, εξηγώ, ερμηνεύω κτ. μυστηριώδες, σκοτεινό, περίπλοκο, δυσνόητο: ~ το μυστήριο / το αίνιγμα / το γρίφο / την απορία.

[μσν. λύνω < αρχ. λύ(ω) μεταπλ. -νω με βάση το συνοπτ. θ. λυσ- κατά το σχ.: φθισ- (ἔφθισα) - φθίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
λύνω,
βλ. λύω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες