Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λυκή η.
-
- Το δέρμα του λύκου·
- φρ. λυκές πράσσω = ξεμυαλίζω, παραπλανώ:
- (Μαχ. 57423).
- φρ. λυκές πράσσω = ξεμυαλίζω, παραπλανώ:
[πιθ. αρχ. ουσ. λυκέη. Κατά Dawkins, Μαχ. Β́, σ. 34 γρ. λυκές αντί ‑κιές (εν. *λυκιά)]
- Το δέρμα του λύκου·