Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λόχος ο [lóxos] Ο18 : μονάδα του στρατού ξηράς, υποδιαίρεση του τάγματος, που αποτελείται από 130-150 άνδρες και διοικείται από λοχαγό: Διοικητής του λόχου.
[λόγ. < αρχ. λόχος `στρατιωτικό σώμα΄, ελνστ. σημ.: `σώμα 100 στρατιωτών΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λόχος ο, (Γλυκά, Αναγ. 168)· λόγχος, (Διήγ. Βελ. N2 212 χφ κριτ. υπ).
-
[αρχ. ουσ. λόχος. Η λ. και σήμ.]