Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόχιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόχιος -α -ο [lóxios] Ε6 : (κυρ. ως ουσ. στον πληθ.) τα λόχια, τα υγρά εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα μετά τον τοκετό και κατά τη διάρκεια της λοχείας.

[λόγ. επίθ. < αρχ. τά λόχια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες