Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λόχιος -α -ο [lóxios] Ε6 : (κυρ. ως ουσ. στον πληθ.) τα λόχια, τα υγρά εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα μετά τον τοκετό και κατά τη διάρκεια της λοχείας.
[λόγ. επίθ. < αρχ. τά λόχια]