Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόγχη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόγχη η [lónxi] Ο30 : 1. μακρόστενο χαλύβδινο έλασμα, όμοιο με μικρό ξίφος, που η μια του άκρη καταλήγει σε αιχμή και η άλλη προσαρμόζεται στην κάννη στρατιωτικού τουφεκιού: Εφ΄ όπλου λόγχη, στρατιωτικό παράγγελμα προς τους στρατιώτες να τοποθετήσουν τις λόγχες στα τουφέκια τους. 2. μεταλλική, τριγωνικού σχήματος αιχμή του αρχαίου δόρατος, και με επέκταση ολόκληρο το δόρυ. 3. (εκκλ.) μεταλλικό λειτουργικό σκεύος σε σχήμα λόγχης.

[λόγ. < αρχ. λόγχη]

[Λεξικό Κριαρά]
λόγχη η· λογχή· λόχη.
  • 1) Αιχμή δόρατος:
    • (Φαλιέρ., Θρ. 276).
  • 2) Δόρυ, ακόντιο:
    • (Αχέλ. 2072).
  • 3) Φωτιά· φλόγα:
    • σαν αχαμνίσει την λόγχην τούτο το κρασί … (Πιστ. βοσκ. V 4, 16
    • τση Κόλασης τη λόχην (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 16
    • Καθώς πληθαίνει μια φωτιά, … η λόχη τση η μεγάλη στα ύψη … καπνούς σηκώνει (Ερωφ. Έ 90
    • (μεταφ.):
      • μένει δίχως σου στη λόχη το κορμί μου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 74
    • (προκ. για ερωτικό πάθος):
      • Χίλιες απού τα μάτια τση φωτιές επεταχτήκα … και λόχη μεγαλύτερη εμπήκε στο κορμί μου (Πανώρ. Ά 334).
  • 4) Ζέστη, θερμότητα (που δημιουργείται από φωτιά ή από τον ήλιο· εδώ σε μεταφ.):
    • (Ερωτόκρ. Ά 2174).
  • 5) Φως, λάμψη:
    • εις τη σκοτεινάδα … εκείνη (ενν. η αστραπή) με τη λόχη τση στη στράτα τονε βάνει (Πανώρ. Γ́ 474).
  • 6) Κεραυνός:
    • Γιάντα στην μάνητά σου δε στέλλεις, Ζευ, μιαν λόγχην να κάψει το καημένον το κορμί μου; (Πιστ. βοσκ. V 5, 393).

[αρχ. ουσ. λόγχη. Ο τ. λόχη στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες