Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόγια
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογιάζω [lojázo] -ομαι Ρ2.1 & λογιέμαι [lojéme] Ρ10.4β : (λαϊκότρ.) λογαριάζω, σκέφτομαι, στοχάζομαι. || (παθ.) λογίζομαι, θεωρούμαι.

[μσν. λογιάζω < αρχ. λόγ(ος) `υπολογισμός, μέτρημα΄ -ιάζω κατά το λογαριά ζω· μσν. λογ(ούμαι) μεταπλ. -ιέμαι < λόγ(ος) -ούμαι κατά το θυμούμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
λογιάζω· λοϊάζω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ. (συν. με εκφρ. όπως: μέσα μου, στο λογισμό μου, στο νου μου, κλπ.)
      • 1)
        • α) Σκέφτομαι, έχω κ. στο νου μου:
          • λογιάζοντάς το (ενν. το φταίσιμο) μοναχάς θαμπώνεται το φως μου (Ερωφ. Ά 98· Ερωτόκρ. Ά 1008), (Διγ. A 2790
          • είπε της τό λογιάζει (Ερωτόκρ. Δ́ 207
        • β) συλλογίζομαι, στοχάζομαι:
          • πράματα πολλώ λογιών εστέκαν κι ελογιάζα (Ερωτόκρ. Ά 1698· Ά 1164
        • γ) αναλογίζομαι:
          • Λογιάσετε τον πόλεμο και σκοτωμό που γίνη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33122· Στάθ. Β́ 58
        • δ) «βάζω» στο νου μου· υποψιάζομαι:
          • χίλια κακά λογιάζει (Ερωτόκρ. Έ 1306
          • Ο Σίλβιος σ’ εθανάτωσε κι άλλονε μην λογιάζεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1291]
        • ε) φαντάζομαι:
          • δεν το λόγιαζα ποτέ πως είμαι ξένη γέννα (Φορτουν. Έ 127).
      • 2) Λογαριάζω· σχεδιάζω· σκοπεύω:
        • (Ερωτόκρ. Β́ 2279
        • μετ’ αυτόν (ενν. το ρήγα) ελόγιασα γάμο να ξετελειώσω (Ερωτόκρ. Γ́ 1043
        • την αιώνιον κόλασιν λογιάζουν (ενν. τα γλυκά λόγια της γυναίκας) να σας δώσουν (Βεντράμ., Γυν. 39).
      • 3)
        • α) Υπολογίζω· μετρώ:
          • (Αχέλ. 2053
          • τ’ αφέντη μου το νένο δώδεκα χρόνοι σήμερο λογιάζω αποθαμένο (Ροδολ. Ά 538
        • β) (μεταφ.) υπολογίζω· εκτιμώ:
          • (Θρ. Κύπρ. 251
          • μην πρικαίνεσαι, τ’ όνειρο μη λογιάζεις (Ερωτόκρ. Δ́ 179
          • Θεό δεν ελογιάζανε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4429).
      • 4)
        • α) Θεωρώ, νομίζω:
          • όταν … σ’ ελόγιαζα νεκρόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [838]
          • εις ομορφιά κιαμιά κάλλια μου δε λογιάζω (Φορτουν. Ιντ. ά 62
          • (με την πρόθ. για):
            • λογιάζου τα ψόματα γι’ απαρθινά (Ερωτόκρ. Έ 1443
            • ελογίαζε την αϋπνίαν διά ύπνον (Χίκα, Μονωδ. 66
        • β) υποθέτω:
          • καθώς το λόγιασα, την ηύρα κι εκοιμάτο (Πανώρ. Δ́ 244).
      • 5) Αναρωτιέμαι:
        • βλέποντας ελόγιαζε (ενν. ο Αρκίτας) το πρόσωπόν της τι έναι (Θησ. Γ́ [127]).
      • 6) Εξετάζω, «ζυγιάζω» με το νου:
        • τά θε να πω πρωτύτερα πρέπει να τα λογιάσω (Θυσ. 578· Τζάνε, Κρ. πόλ. 33613).
      • 7) Κρίνω· συμπεραίνω:
        • (Ζήν. Γ́ 108
        • Λογιάζω να 'ναι ζωντανή, ότι κτυπά η καρδιά της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [870]).
      • 8) Αποφασίζω:
        • ελόγιασα το Γύπαρη να πάρω, σαν ορίζεις, άντρα μου (Πανώρ. Έ 255).
      • 9)
        • α) Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι:
          • πως με γελάς και παίζεις με το λόγιασα περίσσα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [72]· Παλαμήδ., Βοηβ. 1056
        • β) συλλαμβάνω· κατανοώ (και με υποκ. ο νους):
          • να χρωματίζει (ενν. ένας ζωγράφος) με το κονδύλιν εκείνο οπού ελόγιασε με τον νουν του (Ροδινός 55
          • ποία γλώσσα να είπει ή νους να λογιάσει την άπειρόν σου καλοσύνην, … Κύριε; (Διήγ. πανωφ. 57).
      • 10) Εμπνέω:
        • τον τύραννο θες πιάσεις, το φόβο του Θεού να του λογιάσεις (Ζήν. Δ́ 80).
      • 11) Θυμούμαι, «φέρνω» κ. στο νου μου:
        • την βλάβη … να τηνε γιατρεύσω … ένα χορτάρι ελόγιασα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1324]).
      • 12) Αντικρίζω:
        • οϊμέ, τρομάσσω· το Δία βλέπω προσκυνά, τι άλλο να λογιάσω; (Ζήν. Δ́ 168).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
          • αφού λίγον ελόγιασεν, τέτοιον λόγον εβγάνει (Μαρκάδ. 462
        • β) έχω στο νου μου, λογαριάζω, σκοπεύω:
          • ο καιρός δε σάζει να κυνηγήσει να χαρεί, σαν καταπώς λογιάζει (ενν. ο ψαράς) (Ερωτόκρ. Β́ 476· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1557]
        • γ) βάζω στο νου μου, φαντάζομαι:
          • ως δεν ελόγιαζες, μηδ’ έβανέν το ο νους σου … παντρεύγεις το παιδί σου (Φορτουν. Έ 276).
      • 2) Υποθέτω, νομίζω, θαρρώ:
        • δεν το 'πνιξε (ενν. ο σκύλος τ’ αλάφι), καθώς εσύ λογιάζεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [650]· Πιστ. βοσκ. IV 5, 330).
      • 3) Εξετάζω, «ζυγιάζω» με το νου:
        • (Ροδινός 216).
      • 4) Κρίνω· συμπεραίνω:
        • (Πτωχολ. Β 169
        • σα λογιάζω, εις φρόνεψη ταίρι ποθές δεν έχει (ενν. ο τραγουδιστής) (Ερωτόκρ. Ά 868).
      • 5) Αποφασίζω:
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26913).
      • 6) Σκέφτομαι λογικά:
        • Κερά, συνήφερε, λόγιασε, καλοδέ το (Ερωτόκρ. Γ́ 273).
      • 7) Είμαι σκεφτικός, έχω έγνοια:
        • Ποτέ του δεν εγέλασε, μα πάντα του λογιάζει (Ερωτόκρ. Β́ 331· Ερωφ. Β́ 296).
      • 8) Διστάζω:
        • Στο σπήλιο είναι το θεριό, έλα και μη λογιάσεις! (Ζήν. Δ́ 120).
      • 9) Με τις προθ. για και ογιά
        • α) είμαι σκεφτικός, έχω έγνοια για κάπ.:
          • για λόγου του παντοτινά λογιάζει (Ερωτόκρ. Β́ 452· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1194]
        • β) μεριμνώ, φροντίζω, νοιάζομαι για κ. ή για κάπ.:
          • Λογιάζει για τη φορεσά, πώς να του τηνε κάμει (Ερωτόκρ. Β́ 89
          • ογιά το φίλο ελόγιαζε (Ερωτόκρ. Έ 1172).
      • 10) Με την πρόθ. εις
        • α) σκέφτομαι, έχω στο νου μου:
          • τους ήρθαν όλα ενάντια εις όσα ελόγιαζαν εις τον λογισμόν τους (Σουμμ., Ρεμπελ. 189· Κατζ. Γ́ 327
        • β) αναλογίζομαι:
          • (Ερωτόκρ. Δ́ 813
        • γ) (προκ. για το νου) συλλαμβάνω· κατανοώ:
          • Ποιος νους ή γλώσσα δύναται … να λογιάσει εις τα μυστήρια του Θεού; (Διακρούσ. 10125
        • δ) υπολογίζω, βασίζομαι σε κ.:
          • ο πρίγκιπας ελόγιαζεν εις τα φουσσάτα όπου έχει (Χρον. Μορ. Η 6608).
  • IΙ. Μέσ. (με ενεργ. σημασ.)
    • 1) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
      • μόνον κακά λογιάζεται (ενν. η εξανέντροπη γυναίκα), ξυπνή κι όντα κοιμάται (Βεντράμ., Γυν. 56).
    • 2) Λογαριάζω, υπολογίζω:
      • (Διγ. Άνδρ. 37120).

[<λογίζω ‑ομαι κατά τα ρ. σε ‑ιάζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λογιαστής ο.
  • Λογιστής (ως αυλικό αξίωμα):
    • μέγαν … λογιαστήν (Παράφρ. Χων. 73).

[<αόρ. του λογιάζω + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
λογιάτσια τα· λογιάτσα.
  • Παλιόλογα:
    • ποίος σε έβαλεν να ειπείς ετούτα τα λογιάτσα ετούτης της παρθένου μου; (Μπερτολδίνος 133).

[<ουσ. λόγια (πληθ.) + κατάλ. ‑άτσια (πληθ.)· πβ. Croce 128 parolacce]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες