Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόβιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λοβίον το· λουβί(ο)ν.
  • Περικάρπιο, φλοιός:
    • Ας κόψει τα λουβία της αρουδάφνης (Ιατροσόφ. 8712).

[<μτγν. ουσ. λόβιον (<λοβός). Τ. ‑ίν σήμ. ποντ. και λουβί στο Somav. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.). Ο τ. λουβίον στο Du Cange και λουβίν σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες