Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λωρίον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λωρίον το· λουρί· λουρίν· λουρί(ο)ν· λωρίν.
  • 1)
    • α) (Συν. δερμάτινη) λουρίδα, λουρί:
      • εκ το κασσίδιν τον αρπά, με το λουρί τον σύρνει (Βυζ. Ιλιάδ. 944
      • λουρί παπουτσιού (Πεντ. Γέν. XIV 23
    • β) (στον πληθ.) ηνία, γκέμια:
      • Ηνία, τα λωρία (Λεξ. IV 273).
  • 2) Ζώνη:
    • γυμνός με το ποκάμισον, πλατύν λουρίν εφόρει (Ημερολ. 111).
  • 3) (Συνεκδ.) πουγκί:
    • το λουρίν του, ήγουν το σεντούκιν του (Ασσίζ. 802).
  • 4) Δεσμός:
    • πέδα, τα λωρία (Λεξ. II 230).
  • 5) (Πιθ.) είδος ενδύματος, είδος μανδύα ή εσάρπας:
    • εσηκώθηκεν (ενν. το κοράσιον) κι επήρε το λουρίν της (Διγ. Esc. 853).

[<ουσ. λώρος + κατάλ. ‑ίον. Ο τ. λουρί στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. λουρίν στο Meursius και σήμ. κυπρ. Τ. ‑ί και ‑ίν σήμ. ποντ. Η λ. τον 4. αι. και σε Γλωσσάρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες