Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λωβός, επίθ.
-
- Λεπρός:
- «Φαίνεσ’ ακ το πετσί σου (ενν. συ, κροκόδειλε)· πάντοτε είσαι σαν λωβός (Αιτωλ., Μύθ. 96).
- Η λ. ως παρων.:
- (Byz. Kleinchron. Á 18323, Á 18532, 33).
[<αρχ. ουσ. λώβη + κατάλ. ‑ός. Η λ. τον 8. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- Λεπρός: