Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυσιτελής -ής -ές [lisitelís] Ε10 : (λόγ.) που είναι χρήσιμος, ωφέλιμος, επικερδής.
λυσιτελώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λυσιτελής· λόγ. < ελνστ. λυσιτελῶς]