Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυπρός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λυπρός, επίθ.
  • 1) Ευτελής:
    • (Ντελλαπ., Στ. θρην. 5).
  • 2) (Προκ. για τη γη) άγονος:
    • (Ψευδο-Σφρ. 2102).

[αρχ. επίθ. λυπρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες