Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυμεών
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυμεώνας ο [limeónas] Ο2 : (λόγ.) αυτός που προξενεί εκτεταμένες καταστροφές, που εκμεταλλεύεται κτ. στυγνά και αδίστακτα ως την τελική καταστροφή: Λυμεώνες της πατρίδας / του δημόσιου χρήματος.

[λόγ. < αρχ. λυμεών, αιτ. -ῶνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες