Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυγαριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυγαριά η [liγarjá] Ο24 : θαμνώδες φυτό με λεπτά και ευλύγιστα κλαδιά. || λεπτή και ευλύγιστη βέργα, κλαδί λυγαριάς: Έκοβαν λυγαριές κι έπλεκαν καλάθια.

[μσν. λυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *λυγάρ(ι) (όν. καρπού) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. λυγός ἡ (ελνστ. ) -άρι(ον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες