Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λούω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λούω· λούγω· λούζω· μτχ. παρκ. λουμένος.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Πλένω, λούζω:
        • (Απολλών. 157
      • β) (μεταφ.) εξαγνίζω:
        • μας έλουσεν (ενν. ο Χριστός) από τες αμαρτίες μας με το αίμα του (Χριστ. διδασκ. 37).
    • 2) Παρέχω με αφθονία:
      • Κρασίν μ’ ελούσαν παρευθύς (Κρασοπ. ΑΟ 102).
  • ΙΙ. (Μέσ., μτβ. και αμτβ.)
    • α) λούζομαι, πλένομαι:
      • (Ιατροσόφ. 8622), (Λίβ. Esc. 2972
    • β) (με σύστ. αντικ., μεταφ.) πικραίνομαι:
      • πάλιν λούσομαι λουτρόν από πικρών υδάτων (Καλλίμ. 1449).
  • Φρ.
  • 1) Λούζομαι τα δάκρυα, εκ τα δάκρυα, με τα δάκρυα = κλαίω πολύ:
    • (Αλφ. ξεν. Αθ. 46), (Λίβ. (Lamb.) N 52), (Λίβ. P 29).
  • 2) Λούομαι το αίμα, με αίμα = κατακρεουργώ, αιματοκυλώ, σφάζω:
    • (Ριμ. Βελ. ρ 340), (Διγ. Ο 350).
  • 3) Λούομαι τον άθον = (μεταφ.) διαπομπεύομαι:
    • (Σαχλ. Ά ΡΜ 317).

[αρχ. λούω. Ο τ. ‑ζω (<αόρ. του λούω αναλογ. με τα ρ. σε ‑ζω) και σήμ. Ο τ. ‑γω στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες