Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λουτρόν το· λοετρόν· λουετρόν· λούτρον.
-
- 1)
- α) Λούσιμο, πλύσιμο του σώματος:
- (Προδρ. IV 54)·
- λουετρά … καμένα (Γεωργηλ., Θαν. 515)·
- (προκ. για «χαμάμ»):
- τα αχνά λουτρά, τα οποία και εσείς οι γυναίκες συχνάζετε (Πηγά, Χρυσοπ. 273)·
- β) τόπος πλυσίματος, λουτρό:
- (Διγ. Άνδρ. 31433).
- α) Λούσιμο, πλύσιμο του σώματος:
- 2) Κτήριο (συν. δωμάτιο) όπου κάπ. πλένεται:
- (Καλλίμ. 293), (Προδρ. IV 90)·
- (παιγνιωδώς):
- λουτρόν εις τα σύννεφα (Σπανός Α 454).
- 3) (Μεταφ.)
- α) προκ. για το βάπτισμα:
- του λουτρού ηξίωσε της παλιγγενεσίας (Διγ. Ζ 1059)·
- β) κάθαρση, εξαγνισμός:
- έν βάπτισμα, λουτρόν αμαρτημάτων (Διγ. Ζ 1078).
- α) προκ. για το βάπτισμα:
[αρχ. ουσ. λουτρόν. Ο τ. λοε‑ ήδη αρχ. Η λ. και σήμ. (‑ό)]
- 1)