Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουτρό
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουτρό το [lutró] Ο38 : I. χώρος του σπιτιού με τα είδη υγιεινής, τα απαραίτητα για το πλύσιμο του σώματος (μπανιέρα, ντους, νιπτήρας κτλ.)· μπάνιο· (πρβ. λουτροκαμπινέ): Tο διαμέρισμα διαθέτει ~, καλοριφέρ και τηλέφωνο. Kλειδώθηκε θυμωμένη στο ~ και δεν έβγαινε. II1. (παρωχ.) το πλύσιμο του σώματος μέσα σε μπανιέρα· μπάνιο: Περιμένει να ζεσταθεί το νερό για να πάρει το ~ του. 2. το βύθισμα του σώματος σε άμμο ή σε λάσπη ή η έκθεσή του σε ατμούς, φως ή αέρα για θεραπευτικούς σκοπούς: Kάνει λουτρά λάσπης για τους ρευματισμούς. 3. το βούτηγμα ενός αντικειμένου μέσα σε νερό ή σε χημικές ουσίες για τεχνικούς σκοπούς: ~ χάλυβα. ΦΡ ~ αίματος, μεγάλης έκτασης αιματοχυσία: ~ αίματος προκάλεσε η έκρηξη βόμβας σε σιδηροδρομικό σταθμό. III1. (πληθ.) δημόσιο κτίριο με ειδικούς χώρους και εγκαταστάσεις για το πλύσιμο του σώματος: Δημόσια λουτρά. Tούρκικα λουτρά, χαμάμ. ΦΡ μένω / αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού, για αιφνίδια, απρόσμενη αποτυχία, διάψευση ελπίδων ή για ξαφνική διακοπή μιας διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη. 2. ιαματικές πηγές ή θαλάσσιες περιοχές με εγκαταστάσεις για τη θεραπεία ασθενών: Tα λουτρά της Aιδηψού / της Iκαρίας. Kάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε ένα μήνα στα λουτρά.

[αρχ. λουτρόν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουτροθεραπεία η [lutroθerapía] Ο25 : θεραπευτική αγωγή για διάφορες ασθένειες, με τη χρήση λουτρών (σε ιαματικές πηγές, στη θάλασσα κτλ.).

[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + -θεραπεία μτφρδ. γερμ. Badekur ή γαλλ. cure balnéaire]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουτροκαμπινέ το [lutrokabiné] Ο (άκλ.) & λουτροκαμπινές ο [lutroka binés] Ο13 : λουτρόI στο οποίο υπάρχει και λεκάνη αποχωρητηρίου: Nοικιάζεται διαμέρισμα με δύο δωμάτια, σάλα και ~.

[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + καμπινές και ουδ. άκλ. κατά τα άλλα άκλ. απροσάρμοστα δάνεια)]

[Λεξικό Κριαρά]
λουτρομπόλια η.
  • Κάλυμμα κεφαλής για το λουτρό:
    • μια λουτρομπόλια λαβοράδα (Βαρούχ. 197).

[<ουσ. λουτρόν + μπόλια]

[Λεξικό Κριαρά]
λουτρόν το· λοετρόν· λουετρόν· λούτρον.
  • 1)
    • α) Λούσιμο, πλύσιμο του σώματος:
      • (Προδρ. IV 54
      • λουετρά … καμένα (Γεωργηλ., Θαν. 515
      • (προκ. για «χαμάμ»):
        • τα αχνά λουτρά, τα οποία και εσείς οι γυναίκες συχνάζετε (Πηγά, Χρυσοπ. 273
    • β) τόπος πλυσίματος, λουτρό:
      • (Διγ. Άνδρ. 31433).
  • 2) Κτήριο (συν. δωμάτιο) όπου κάπ. πλένεται:
    • (Καλλίμ. 293), (Προδρ. IV 90
    • (παιγνιωδώς):
      • λουτρόν εις τα σύννεφα (Σπανός Α 454).
  • 3) (Μεταφ.)
    • α) προκ. για το βάπτισμα:
      • του λουτρού ηξίωσε της παλιγγενεσίας (Διγ. Ζ 1059
    • β) κάθαρση, εξαγνισμός:
      • έν βάπτισμα, λουτρόν αμαρτημάτων (Διγ. Ζ 1078).

[αρχ. ουσ. λουτρόν. Ο τ. λοε‑ ήδη αρχ. Η λ. και σήμ. (‑ό)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουτρόπολη η [lutrópoli] Ο33 : οικισμός χτισμένος κοντά σε ιαματικές πηγές ή κοντά σε ακτές θάλασσας, λίμνης ή ποταμού: Tο Λουτράκι είναι μια από τις γνωστότερες λουτροπόλεις.

[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + πόλ(ις) -η]

[Λεξικό Κριαρά]
λουτρός ο.
  • 1) Τόπος πλυσίματος, λουτρό:
    • Ώρισαν ουν οι ιατροί απέρχεσθαι αυτόν εις τον λουτρόν και λούεσθαι (Σπανός D 1783).
  • 2) Πλύσιμο, μπάνιο:
    • (Ιατροσόφ. 9116).

[<ουσ. λουτρόν με αλλαγή γένους. Η λ. στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
λουτρουγώ,
βλ. λειτουργώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουτροφόρος η [lutrofóros] Ο35 : πήλινο ή μαρμάρινο αγγείο με μακρύ λαιμό και με δύο λαβές, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα σε γαμήλιες ή σε επικήδειες τελετές και ήταν συνήθ. διακοσμημένο με ανάλογες παραστάσεις.

[λόγ. < ελνστ. λουτροφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες