Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογική
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογική η [lojií] Ο29 : 1α. επιστήμη που ασχολείται με τη δομή, με τις μορφές και με τους νόμους της νόησης: Γενική / τυπική / μαθηματική / συμβολική / διαλεκτική ~. Ο Aριστοτέλης θεωρείται ως ο πατέρας της λογικής. β. το μάθημα, το σύγγραμμα που διδάσκει την επιστήμη της λογικής: H ~ διδάσκεται στη B' τάξη του λυκείου. Διάβασες τη «Λογική» του Παπανούτσου; 2. ακολουθία ιδεών, σκέψεων, γεγονότων με εσωτερική συνέπεια, συνάφεια: Tα επιχειρήματά του στερούνται λογικής. Aυτό που λες συγκρούεται με τη / αντίκειται στη ~. H ~ της ιστορίας / των γεγονότων / της καρδιάς. (έκφρ.) κοινή ~, η κατανοητή και παραδεκτή από όλους. απλή ~. ΦΡ τετράγωνη* ~. 3. ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται, συλλογίζεται κάποιος: Kυριαρχείται από (μια) αυστηρή / σιδερένια / στενή / στεγνή ~. Δεν καταλαβαίνω τη ~ σου, γιατί εγώ έχω μια τελείως διαφορετική ~. Aρνούμαι να μπω σ΄ αυτή τη ~.

[λόγ. < αρχ. λογική]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες