Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμός ο [limós] Ο17 : (λόγ.) μεγάλη πείνα που οφείλεται σε παρατεταμένη έλλειψη τροφής: H μεγάλη ξηρασία προκάλεσε πολλούς θανάτους από λιμό. ΦΡ σεισμοί*, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί.

[λόγ. < αρχ. λιμός (σύγκρ. διαλεκτ. λιμός < αρχ. λιμός)]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμός ο.
  • Έλλειψη τροφής, πείνα μεγάλη:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 1884
    • φρ. ψοφώ από του λιμού = «πεθαίνω της πείνας», πεινώ υπερβολικά:
      • (Προδρ. IV 393).

[αρχ. ουσ. λιμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες