Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγόλογος -η -ο [liγóloγos] & ολιγόλογος -η -ο [oliγóloγos] Ε5 : 1. που δε λέει πολλά λόγια, που δε μιλάει πολύ· λιγομίλητος: Aυτή είναι λιγόλογη, ενώ ο άντρας της είναι φλύαρος. 2. που λέγεται με λίγα λόγια, σύντομος: Tου έγραψα μια λιγόλογη απάντηση.
λιγόλογα ΕΠIΡΡ: Mου απάντησε ~. [λιγο- + λόγ(ος) -ος· λόγ. επίδρ. κατά το ολίγος]