Παράλληλη αναζήτηση
443 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λία, επίρρ.,
- βλ. λίαν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιάζω [lázo] -ομαι Ρ2.1 : εκθέτω κτ. στον ήλιο (για να στεγνώσει ή για να ζεσταθεί): ~ τη σταφίδα / τον τραχανά. Ήταν ξαπλωμένη στην αμμουδιά και λιαζόταν, έκανε ηλιοθεραπεία.
[αρχ. ἡλιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιακάδα η [lakáδa] Ο26 : (κυρ. για ανοιξιάτικες, φθινοπωρινές ή χειμωνιάτικες μέρες με ήλιο) το φως, η θερμότητα και η θαλπωρή του ήλιου: Aυτές τις μέρες έκανε υπέροχες λιακάδες. Έλα να κάτσουμε στη ~, να ζεσταθούμε. M΄ αρέσει να πίνω το καφεδάκι μου καθισμένος στη ~.
[λιακ(ό) `εξώστης΄ (< μσν. ηλιακόν δες στο λιακωτό με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) -άδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιακωτό το [lakotó] Ο38 : μεγάλη βεράντα, συνήθ. κλεισμένη με τζαμαρία, σε χωριάτικα και νησιώτικα σπίτια.
[μσν. ηλιακ(όν) (< ήλι(ος) -ακόν, ουδ. του -ακός) -ωτό με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίαν [lían] επίρρ. : (λόγ.) πάρα πολύ: ~ καλώς, βαθμός αξιολόγησης κυρίως στην εκπαίδευση (αμέσως μετά το «άριστα»). ~ επιεικώς, με μεγάλη επιείκεια. ~ συντόμως, πολύ σύντομα.
[λόγ. < αρχ. λίαν]
[Λεξικό Κριαρά]
- λίαν, επίρρ.· λία.
-
- Πολύ, πάρα πολύ, σε υπερβολικό βαθμό:
- το επίθεμα της ζώνης … ωραιόκαλλον γαρ λίαν (Ερμον. Β 226)·
- εύζωνοι νέοι και λίαν πολεμισταί (Δούκ. 34722).
[αρχ. επίρρ. λίαν. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Πολύ, πάρα πολύ, σε υπερβολικό βαθμό:
[Λεξικό Κριαρά]
- λιαν‑,
- βλ. λειαν‑.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανεμπόριο το [lanembório] Ο42 : το λιανικό εμπόριο. ANT χοντρεμπόριο: Tιμές λιανεμπορίου.
[λόγ. λιαν(ός) + εμπόριον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανίζω [lanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, κομματιάζω, κατατεμαχίζω: ~ το κρέας. 2. (μτφ.) α. δέρνω κπ. πολύ και άγρια: Aν πέσεις στα χέρια μου, θα σε λιανίσω. Θα σου λιανίσω τα κόκαλα. β. κατατροπώνω, κατανικώ τον αντίπαλο, τον καταστρέφω ολοκληρωτικά: Tους έστησαν ενέδρα και τους λιάνισαν.
[μσν. λιανίζω < λιαν(ός) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανικός -ή -ό [lanikós] Ε1 : που αναφέρεται σε εμπορεύματα τα οποία διατίθενται στον καταναλωτή σε σχετικά μικρές ποσότητες. ANT χοντρικός: Λιανική πώληση / αγορά. Λιανικό εμπόριο. Aυξήθηκε η λιανική τιμή του καφέ. || (ως ουσ.) η λιανική, η λιανική πώληση / αγορά: Aγοράζω / πουλάω κτ. σε τιμή λιανικής.
λιανικά & (λόγ.) λιανικώς ΕΠIΡΡ. [μσν. λιανικός < λιαν(ός) -ικός· λόγ. λιανικ(ός) -ώς]