Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ληιστρεύω.
-
- Ερημώνω, καταστρέφω:
- οι δε τον γουλάν ληιστρεύοντες οικειοθελώς παρεδόθησαν (Ιστ. Ηπείρ. XIX14).
[<αρχ. ουσ. ληιστήρ + κατάλ. ‑εύω· πβ. ληστεύω και λήστραινα]
- Ερημώνω, καταστρέφω: