Παράλληλη αναζήτηση
62 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ληγάτον το,
- βλ. λεγάτον.
[Λεξικό Κριαρά]
- ληγάτος ο,
- βλ. λεγάτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λήγουσα η [líγusa] Ο27 : όρος της γραμματικής που δηλώνει την τελευταία συλλαβή κάθε λέξης: Οξύτονη λέγεται μια λέξη, όταν τονίζεται στη ~.
[λόγ. < ελνστ. λήγουσα ουσιαστικοπ. θηλ. μεε. του αρχ. ρ. λήγω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λήγω [líγo] Ρ3α μππ. ληγμένος : ANT αρχίζω. 1. φτάνω σε ένα τέλος (κυρ. χρονικό), τελειώνω: H συνεδρίαση έληξε. H προθεσμία λήγει αύριο. Tο παιχνίδι έληξε ισόπαλο. 2. έχω ένα τέλος, τελειώνω, τερματίζω: Kερδίζουν τα λαχεία που ο αριθμός τους λήγει σε ένα. H τουριστική περίοδος αρχίζει το Mάιο και λήγει το Σεπτέμβριο. || (γραμμ.): Tα ονόματα / τα ρήματα που λήγουν σε φωνήεν, που το θέμα τους τελειώνει σε φωνήεν.
[λόγ. < αρχ. λήγω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ληθαργικός -ή -ό [liθarjikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο λήθαργο: Ληθαργική εγκεφαλίτιδα.
[λόγ. < αρχ. ληθαργικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λήθαργος ο [líθarγos] Ο20 : 1. (ιατρ.) παθολογικός ύπνος, πολύ βαθύς και συνεχής, που αποτελεί σύμπτωμα διάφορων (κυρ. εγκεφαλικών) νόσων: Ο ασθενής έπεσε σε λήθαργο. || βαθύς και συνεχής ύπνος· νάρκη. 2. (μτφ., κυρ. για πνευματική αδιαφορία, ακινησία, αδράνεια): Πνευματικός ~. 3. (βοτ.) ανενεργό στάδιο που εμφανίζουν τα σπέρματα, τα σπόρια και οι οφθαλμοί των φυτών, κατά τη διάρκεια του οποίου αναστέλλεται η διαδικασία αύξησης και ανάπτυξής τους.
[λόγ. < αρχ. λήθαργος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λήθη η [líθi] Ο30 (συνήθ. εν.) : ANT μνήμη. 1. η λησμονιά, το να ξεχνάει κανείς ή να ξεχνιέται κτ.: Παραδίδω κτ. στη ~. ~ στο παρελθόν, ας ξεχαστεί το παρελθόν. Ευεργετική ~ κάλυψε τα δυσάρεστα γεγονότα. 2. (ψυχ.) η πλήρης εξαφάνιση από τη συνείδηση κάποιας παράστασης, έτσι ώστε να μην είναι πια δυνατό αυτή να αναπλαστεί: H διαδικασία της λήθης είναι πιο γρήγορη για το πρόσφατο και πιο αργή για το μακρινό παρελθόν.
[λόγ. < αρχ. λήθη]
[Λεξικό Κριαρά]
- λήθη η.
-
- Λησμονιά:
- (Διγ. Ζ 773)·
- εκφρ.
- (1) λήθης βυθός = τέλεια λησμονιά:
- (Ψευδο-Σφρ. 1522)·
- (2) της Λήθης το ποτάμι = ο ποταμός του Άδη:
- (Ζήν. Έ 367).
- (1) λήθης βυθός = τέλεια λησμονιά:
[αρχ. ουσ. λήθη. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Λησμονιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- ληιστρεύω.
-
- Ερημώνω, καταστρέφω:
- οι δε τον γουλάν ληιστρεύοντες οικειοθελώς παρεδόθησαν (Ιστ. Ηπείρ. XIX14).
[<αρχ. ουσ. ληιστήρ + κατάλ. ‑εύω· πβ. ληστεύω και λήστραινα]
- Ερημώνω, καταστρέφω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ληκτικός -ή -ό [liktikós] Ε1 : που βρίσκεται στο τέλος, που με αυτόν καταλήγει, τελειώνει κτ.: Ληκτικό γράμμα / σύμφωνο / φωνήεν, το τελικό. Ληκτικό σημείο καμπύλης.
[λόγ. < ελνστ. ληκτικός, αρχ. σημ.: `που προκαλεί λήξη΄]