Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεύκα η [léfka] Ο25 & λεύκη 1 η [léf
i] Ο30 : δέντρο ψηλό, υδρόφιλο, με ευθύ, λείο και λευκό κορμό, που χρησιμοποιείται για καλλωπισμό και για την ξυλεία του· (πρβ. καβάκι). [αρχ. λεύκ(η) μεταπλ. -α· λόγ. < αρχ. λεύκη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λευκάζω [lefkázo] Ρ2.1α : (λογοτ.) φαίνομαι λευκός· ασπρίζω3: Στο βάθος της κοιλάδας λεύκαζαν μερικά μικρά σπιτάκια.
[λόγ. < μσν. λευκάζω < λευκ(ός) -άζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λευκαίνω [lefkéno] -ομαι Ρ7.2 : κάνω κτ. λευκό· ασπρίζω1: Aυτό το απορρυπαντικό δε λευκαίνει αρκετά τα ασπρόρουχα. || γίνομαι λευκός, ασπρίζω2: Tα μαλλιά μου άρχισαν σιγά σιγά να λευκαίνουν.
[λόγ. < αρχ. λευκαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λευκαίνω.
-
- 1)
- α) Ασπρίζω, κάνω κ. λευκό, αστραφτερό:
- (Μάρκ., Βουλκ. 34714)·
- β) (προκ. για μάτια) διώχνω την κοκκινίλα, τον ερεθισμό:
- (Ιατροσ. κώδ. ωνδ́ )·
- γ) (μεταφ.) εξαγνίζω:
- ίνα λευκάνῃς την ψυχήν (Φυσιολ. (Legr.) 747).
- α) Ασπρίζω, κάνω κ. λευκό, αστραφτερό:
- 2) Διαλευκαίνω, αποσαφηνίζω:
- τα εκείνων ασαφή και αμαυρά ως οίον τε διασαφήσω και λευκανώ (Ιερακοσ. 39229).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ασπρισμένος, λευκός:
- κελία … λελευκασμένα λία (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1186).
[αρχ. λευκαίνω. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεύκανση η [léfkansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λευκαίνω· άσπρισμα. || ειδική βιομηχανική κατεργασία που αποβλέπει στη βελτίωση του βαθμού λευκότητας των προϊόντων: ~ του μαλλιού / του βαμβακιού / της χαρτομάζας.
[λόγ. < αρχ. λεύκαν(σις) `άσπρισμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. blanchissage]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λευκαντήριο το [lefkandírio] Ο40 : εργαστήριο στο οποίο εκτελείται η εργασία της λεύκανσης: Bαφεία - φινιριστήρια - λευκαντήρια.
[λόγ. λευκαν- (δες λευκαίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. blanchisserie]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λευκαντικός -ή -ό [lefkandikós] Ε1 : που καθιστά κτ. λευκό: Λευκαντικά μέσα / λευκαντικές ουσίες, χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για λευκάνσεις. || (ως ουσ.) το λευκαντικό, ονομασία χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται για τη λεύκανση των ασπρορούχων κυρίως: Mην ξεχάσεις να βάλεις λευκαντικό στο πλυντήριο.
[λόγ. < ελνστ. λευκαντικός `για άσπρισμα΄ σημδ. γαλλ. blanchissant & αγγλ. whitening]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λευκαρίτικος -η -ο [lefkarítikos] Ε5 : για παραδοσιακό κέντημα με ιδιαίτερη τεχνοτροπία που γίνεται στα Λεύκαρα της Kύπρου. || (ως ουσ.) τα λευκαρίτικα.
[τοπων. Λεύκαρ(α) -ίτικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεύκασμα το [léfkazma] Ο49 : η λεύκανση.
[αρχ. ρ. λευκα(ν)- (λευκαίνω) -σμα]