Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεωφόρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεωφόρος η [leofóros] Ο35 : δρόμος φαρδύς και μεγάλου μήκους που βρίσκεται μέσα στην πόλη ή που συνδέει την πόλη με τα περίχωρα: ~ Πανεπιστημίου / Συγγρού. H νέα παραλιακή ~.

[λόγ. < αρχ. λεωφόρος `δημοσιά, δημόσιος δρόμος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λεωφόρος η.
  • Μεγάλος και πλατύς δρόμος:
    • Εις την πόλη την μεγάλη … εν τοις λεωφόροις πάσιν (Πτωχολ. α 198).

[αρχ. ουσ. λεωφόρος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες