Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευκό
26 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λευκο- [lefko] & λευκό- [lefkó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λευκ- [lefk] ή λευχ- [lefx], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν ή από δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις: 1. προσδίδει την ιδιότητα του λευκού, άσπρου χρώματος σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: λευκερωδιός· λευκανθής, λευκόσαρκος, λευκόχρωμος· ~ντυμένος, ασπροντυμένος. 2. (ιατρ.) με αναφορά στα λευκά αιμοσφαίρια: λευχαιμία, ~κύτταρο, ~κυττάρωση, ~πενία· με αναφορά στην απουσία χρωστικής ουσίας, χρώματος: ~δερμία· με αναφορά στη λευκή ουσία του εγκεφάλου ή του μυελού: ~εγκεφαλίτιδα, ~μυελίτιδα· (χημ) ~σίδηρος· (βοτ.) λευκόδενδρο.

[λόγ. < αρχ. λευκ(ο)- θ. του επιθ. λευκό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. λευκό-θριξ `ασπρομάλλης΄ (πρβ. μσν. λαϊκό λευκο-περιστέρα) & γαλλ. leuco- < αρχ. λευκο-: λευκο-κύστη < leucocyte· λόγ. < ελνστ. λευχ- < αρχ. λευκ(ο)- πριν από το σύμφ. [h] : δες δασεία): ελνστ. λευχ-είμων `ασπροντυμένος΄, λευχ-αιμία < γερμ. Leukämie ή μέσω του γαλλ. leucémie]

[Λεξικό Κριαρά]
λευκοβραχίων, επίθ.
  • Που έχει άσπρους βραχίονες:
    • (Βέλθ. 706).

[<επίθ. λευκός + ουσ. βραχίων. Η λ. στη Σούδα και σε σχόλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λευκοδερμία η [lefkoδermía] Ο25 : δερματική πάθηση, που συνίσταται σε αποχρωματισμό τμημάτων του δέρματος λόγω μείωσης της χρωστικής.

[λόγ. < γαλλ. leucoderm(ie) < leuco- = λευκο- + αρχ. δέρμ(α) -ie = -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
λευκοειδής, επίθ.
  • Ασπριδερός, άσπρος:
    • νάρθηξ …, λευκοειδής … ασβεστοκεχρισμένος (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1104).

[<επίθ. λευκός + ‑ειδής. Η λ. τον 8. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
λευκόκλωνος, επίθ.
  • Που έχει λευκά κλαδιά:
    • (Φυσιολ. (Zur.) II 210).

[<επίθ. λευκός + ουσ. κλώνος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λευκοκύτταρο το [lefkokítaro] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : το λευκό αιμοσφαίριο.

[λόγ. λευκο- + κύτταρον μτφρδ. γαλλ. leucocyte < leuco- = λευκο- + αρχ. κύτος]

[Λεξικό Κριαρά]
λευκομαρμαρολάξευτος, επίθ.
  • Που είναι λαξευμένος σε άσπρο μάρμαρο:
    • Λάρναξ … λευκομαρμαρολάξευτος (Παϊσ., Ιστ. Σινά 617).

[<επίθ. λευκός + ουσ. μάρμαρον + λαξεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
λευκομαρμαροτόρνευτος, επίθ.
  • Που είναι τορνευμένος σε λευκό μάρμαρο:
    • κιόνια … λευκομαρμαροτόρνευτα (Παϊσ., Ιστ. Σινά 592).

[<επίθ. λευκός + ουσ. μάρμαρον + τορνεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
λευκομαρμαρωμένος, επίθ.
  • Κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο:
    • πεζούλαι … λευκομαρμαρωμέναι (Παϊσ., Ιστ. Σινά 577).

[<επίθ. λευκός + μτχ. παρκ. του μαρμαρώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
λευκοπεριστέρα η.
  • Άσπρο περιστέρι·
    • (εδώ προκ. για αγαπημένη γυναίκα):
      • εις τας αγκάλας του έχοντα την λευκοπεριστέραν (Διγ. Ζ 2145).

[<επίθ. λευκός + ουσ. περιστέρα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες