Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λεπτότης η· λεφτότητα.
-
- 1) Ευαισθησία, ευγένεια· κομψότητα:
- εθαύμασε την των Ρωμαίων λεπτότητα (Έκθ. χρον. 3822).
- 2) Λεπτομερής αφήγηση, λεπτολογία:
- εκ τά είναι πολυαφήγητα να είπω αδυνατώ τα και την πολλήν λεπτότηταν κόψω την εν τῳ μέσῳ (Λίβ. Sc. 3161).
- 3) Ανωτερότητα έννοιας:
- λεπτότητα (ενν. των δογμάτων) (Μάρκ., Βουλκ. 34124).
[αρχ. ουσ. λεπτότης. Η λ. και σήμ. (‑τητα)]
- 1) Ευαισθησία, ευγένεια· κομψότητα: