Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεκάνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεκάνη η [lekáni] Ο30 : I1. σκεύος ευρύ, βαθύ και ανοιχτό, στρογγυλού συνήθ. σχήματος, που χρησιμοποιείται κυρίως σε δουλειές του σπιτιού: Πλαστική / χάλκινη ~. Bάλε τις κάλτσες στη ~ να μουσκέψουν. 2. εξάρτημα του χώρου της τουαλέτας προσαρμοσμένο μόνιμα στο έδαφος, που χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών του ανθρώπου: H ~ της τουαλέτας ήταν πεντακάθαρη. 3. ό,τι μοιάζει με λεκάνηI1: H ~ του νιπτήρα / του νεροχύτη. II. (ανατ.) κοιλότητα του σκελετού, που αποτελεί τη βάση του κορμού και που αρθρώνεται προς τα πάνω με τη σπονδυλική στήλη και προς τα κάτω με τα κάτω άκρα· πύελος: Οι γυναίκες έχουν πιο φαρδιά ~ από τους άντρες. Kάταγμα / ράγισμα της λεκάνης. Οστά της λεκάνης. III. (γεωλ.) μεγάλη θαλάσσια έκταση που περιβάλλεται στο μεγαλύτερο μέρος της από ξηρά: H ~ της Mεσογείου. λεκανίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. λεκανάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1.

[αρχ. λεκάνη· λεκάν(η) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
λεκάνη η· λακάνη.
  • 1)
    • α) Λεκάνη:
      • (Διακρούσ. 1169
    • β) εκκλησιαστικό σκεύος:
      • (Ιστ. πατρ. 18010).
  • 2) Λεκάνη λουτρού:
    • (Δεφ., Σωσ. 57).
  • 3) Στέρνα:
    • (Αλεξ. 2034).
  • 4) Σαρκοφάγος:
    • εις τες λεκάνες τες χρυσές τους είχασι θαμμένους (Αλεξ. 1289).

[αρχ. ουσ. λεκάνη. Ο τ. ήδη μτγν. (L‑S Suppl.) και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες