Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λειχήνα η,
- βλ. λειχήνη.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειχήνα 1 η [lixína] Ο25 : βιολογική μονάδα που δημιουργείται όταν ενώνονται φύκη και μύκητες: Bρύα και λειχήνες.
[αρχ. λειχήν ὁ, αιτ. -ῆνα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειχήνα 2 η : εξανθηματική δερματική πάθηση ανθρώπων και ζώων: Έβγαλα μια ~ στο χείλος.
[λόγ. < αρχ. λειχήν ὁ, αιτ. -ῆνα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. κατά το λειχήνα 1]
[Λεξικό Κριαρά]
- λειχηνάρικος, επίθ.
-
- Που έχει προσβληθεί από λειχήνες:
- (Πεντ. Λευιτ. XXII 22).
[<ουσ. λειχήνα + κατάλ. ‑άρικος]
- Που έχει προσβληθεί από λειχήνες:
[Λεξικό Κριαρά]
- λειχήνη η· λειχήνα.
-
- Δερματική πάθηση, εξάνθημα (ανθρώπων ή ζώων):
- (Ιατροσ. κώδ. υξ́), (Ιερακοσ. 4724).
[μτγν. ουσ. λειχήνη. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Δερματική πάθηση, εξάνθημα (ανθρώπων ή ζώων):
[Λεξικό Κριαρά]
- λειχηνιώ.
-
- Προσβάλλομαι απο λειχήνες, «βγάζω λειχήνες»:
- (Ιερακοσ. 4726).
[μτγν. λειχηνιάω. Λ. λειχηνιάζω και λ’χανίζου σήμ. ιδιωμ.]
- Προσβάλλομαι απο λειχήνες, «βγάζω λειχήνες»: