Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λειμών
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λειμώνας ο [limónas] Ο2 : (υγρός) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βόσκηση· λιβάδι. || Aσφοδελός ~, ο Άδης.

[λόγ. < αρχ. λειμών, αιτ. -ῶνα]

[Λεξικό Κριαρά]
λειμώνας ο.
  • Λιβάδι:
    • λειμώνας … πολύανθος (Χίκα, Μονωδ. 32).

[αρχ. ουσ. λειμών. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λειμωνίτης ο [limonítis] Ο10 : ορυκτό μετάλλευμα του σιδήρου.

[λόγ. < γαλλ. limon(ite) -ίτης < λατ. limus `λάσπη΄ συγγ. του αρχ. λειμών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες