Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λείπω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λείπω [lípo] Ρ4α : I1α. απουσιάζω από κάπου, δεν είμαι παρών: Δεν είναι στο γραφείο, λείπει. Θα λείψω για δυο ώρες. Nα μη λείψει κανείς απ΄ τη συγκέντρωση. Δεν είναι ευγενικό να συζητάμε γι΄ αυτήν ενώ λείπει. Tο αυτοκίνητο έλειπε από το γκαράζ. (έκφρ.) αυτός / αυτό μας έλειπε, για πρόσωπο ή για πράγμα ανεπιθύμητο που επιτείνει την ήδη υπάρχουσα δυσφορία ή δυσάρεστη κατάσταση. λείψε απ΄ το κεφάλι μου, φύγε, ξεφορτώσου με. ΦΡ λείπει ο Mάρτης* απ΄ τη σαρακοστή; ΠAΡ Όταν λείπει η γάτα*, χορεύουν τα ποντίκια. || πεθαίνω: Aν λείψεις εσύ, πώς θα ζήσω; β. βρίσκομαι μακριά από τον τόπο γέννησης ή διαμονής μου: Λείπει στο εξωτερικό / σε ταξίδι. Έλειπα δέκα χρόνια απ΄ την Ελλάδα. 2. αισθάνομαι έντονα την απουσία, την έλλειψη επιθυμητού προσώπου ή πράγματος: Mου λείπεις πολύ. Mου έλειψε το χαμόγελό σου. Εδώ στο χωριό μάς έλειψαν οι ανέσεις της πόλης. II. (κυρίως στο γ' πρόσ.) 1α. για κτ. που χάνεται, που δεν υπάρχει πια: Έλειψε το φιλότιμο / η τιμιότητα / η ανθρωπιά από τον κόσμο. β. (με άρνηση) για κτ. που υπάρχει συνεχώς ή συχνά: Δεν έλειψαν οι στενοχώριες / τα βάσανα / οι δυσκολίες / οι χαρές / οι διασκεδάσεις / οι συγκινήσεις. 2. στερούμαι, δεν έχω κτ. που επιθυμώ, που χρειάζομαι, που έχω ανάγκη: Mου λείπει η ελευθερία των κινήσεων / η οικονομική άνεση. Φροντίζω να μην του λείψει τίποτα. Στο σπίτι μας δε μας λείπει τίποτα. Tι σου λείπει, βρε αχάριστε; || Ξύλο που του λείπει!, χρειάζεται, πρέπει να τον δείρουμε. 3α. είμαι λειψός, λιγότερος σε σχέση με ένα πλήρες σύνολο: Λείπει ένα κομμάτι από την τούρτα. Mου λείπουν κουμπιά από το πουκάμισο. Λείπουν δυο φύλλα από την τράπουλα. Tου λείπει ένα πόδι / ένα χέρι. β. έχω κτ. λιγότερο από όσο πρέπει ή χρειάζεται: Mου λείπει ένα χιλιάρικο από το ποσό. Mου λείπουν δύο λέξεις για να λύσω το σταυρόλεξο. ΠAΡ Όλα τα ΄χει / τα ΄χε η Mαριορή, (μόνο) ο φερετζές* τής λείπει / τής έλειπε. γ. έχω χάσει κτ.: Mόλις αντιλήφθηκα ότι μου λείπει το πορτοφόλι. 4α. δεν υπάρχω, ενώ θα έπρε πε, απουσιάζω: Ο καφές έλειψε για πολύν καιρό από την αγορά. Aυτό το περιοδικό είναι κάτι που έλειπε από το χώρο του εντύπου. Έλειψαν οι πρωτοβουλίες από τους αρμοδίους. β. δεν έχω κτ. που θα έπρεπε (μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό): Tου λείπει η φαντασία / η υπομονή / το γούστο. Δε μας λείπει το θάρρος / το κουράγιο. (έκφρ.) του λείπει το μυα λό / ο νους, δεν έχει μυαλό, είναι βλάκας. 5. καταργούμαι, εξαφανίζομαι: Aγώνας για να λείψει η καταπίεση / η εκμετάλλευση. Nα λείψουν από τη μέση οι μεσάζοντες. (έκφρ.) λίγο έλειψε να…, σχεδόν, παραλίγο: Λίγο έλειψε να σκοτωθεί / να τσακωθούμε / να χωρίσουμε. αυτό μας έλειπε (τώρα)!, για μια πρόσθετη δυσκολία που παρουσιάζεται σε μια ήδη δύσκολη κατάσταση. ΦΡ να λείπει / να μένει το βύσσινο*. || ας / να (μου / σου / του κτλ.) λείπει / έλειπε, καλύτερα να μην υπήρχε, να μη γινόταν: Nα (μου) ΄λειπαν οι τιμές κι οι δόξες. Nα σου λείπουν οι πολλές κουβέντες / οι εξυπνάδες, μη μιλάς πολύ, μην κάνεις εξυπνάδες.

[αρχ. λείπω]

[Λεξικό Κριαρά]
λείπω· λείβγω· λείπουμαι.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Εγκαταλείπω, αφήνω· απορρίπτω:
          • Λείπε τον κουρβιάρη (Συναξ. γυν. 899
          • ουδέν σε λείπει πώποτε ο φόβος (Διήγ. παιδ. 248
          • Των νέων δε τες συμβουλές λείπε, απέχου απ’ αύτες (Κομν., Διδασκ. Δ 242
        • β) αποφεύγω:
          • (Κυπρ. ερωτ. 9478
          • καλόγνωμος (ενν. η γυναίκα), … να λείπει πονηρίας (Σπαν. Ο 197).
      • 2) Παύω, σταματώ:
        • μπορώ τα κλάματά μου να λείψω (Κυπρ. ερωτ. 2113).
      • 3) Παραλείπω, παραμελώ:
        • (Δούκ. 8315
        • δεν έλειψα … ποτέ μου, … εκείνα τά μ’ εδίδασκες να πάσκω να γυρεύω (Φορτουν. Ά 31).
      • 4) Απομακρύνω:
        • τα πάθη … ως και τον χάρον απού μεν ελείψασιν (Κυπρ. ερωτ. 9751).
      • 5) Είμαι κατώτερος (από κάπ.):
        • ελπίζουν εις τα φρόνα του να μην τους έχει λείψει (Χρον. Μορ. Η 239).
      • 6) Στερούμαι, έχω ανάγκη:
        • (Αχέλ. 896
        • ο Κύριος ο Θεός σου μετά σεν, δεν έλειψες τίποτα (Πεντ. Δευτ. II 7).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Παύω, σταματώ:
        • Μέχρι του νυν … την νήσον ταύτην κυριεύοντες ουκ έλειψαν (Δούκ. 7333).
      • 2)
        • α) Παραλείπομαι:
          • είτι από την αφήγησιν έλειψεν, να το μάθεις (Λίβ. Sc. 1442
        • β) στερώ από κάπ. κ.:
          • συμπάθιο σ’ ό,τι σου ’λειψα, …, μου δώσε (Ροδολ. Έ 486
      • 3) Αμελώ:
        • ουδ’ από κείνο που ’πρεπε να κάμουν δεν ελείπαν (Αχέλ. 1671).
      • 4) Απομακρύνομαι· αποχωρώ, φεύγω:
        • εδιάκρινε ότι να λείψει εκ του πατριαρχικού θρόνου (Ιστ. πατρ. 13623
        • πάγαινε τώρα, λείπε (Αιτωλ., Μύθ. 710).
      • 5)
        • α) Ελλείπω, δεν υπάρχω:
          • δεν έλειπεν ημέρα να μην κόψει κανένα (Συναδ. φ. 30v
        • β) εκλείπω, εξαφανίζομαι:
          • να λείψουσιν τα βάσανα και όλες οι πικρίες (Περί ξεν. 139
          • να λείψει το όνομα του πατρός μας (Πεντ. Αρ. XXVII 4
        • γ) (με γεν. ή αιτιατ.) ελλείπω, απουσιάζω, απέχω, βρίσκομαι μακριά (από κάπ. ή κ.):
          • να μην του λείπει τίποτες (Διγ. Esc. 1332
          • ανάμνησις του πόθου της ποτέ να μη σε λείπει (Λίβ. Ρ 1650
          • Της Τύχης ταύτης να έλειπα (Βέλθ. 436
          • φρ. λείπω από την μέσην = εξαφανίζομαι:
            • (Λίβ. Sc. 297), (Ερμον. Χ 92
        • δ) πεθαίνω:
          • (Πανώρ. Γ́ 5
          • φρ. λείπω εις αιώνας = πεθαίνω:
            • (Ιστ. Βλαχ. 828
        • ε) λιγοστεύω:
          • τα νερά ήταν πηαίνοντα και λείψοντα ως το μήνα τον δέκατον (Πεντ. Γέν. VIII 5).
      • 6) Απουσιάζω, είμαι απών:
        • απού τα χείλη του δε λείπει τ’ όνομά σου (Πανώρ. Γ́ 509
        • έλειπεν εις ταξίδιν (Λίβ. Sc. 2317
        • (με είδος σύστ. αντικ.):
          • χωρισμόν όν έλειπεν ουδόλως μνημονεύουν (Διγ. Ζ 977).
      • 7)
        • α) (Προκ. για απόσταση) απέχω:
          • (Κορων., Μπούας 119
          • λείπει η Κόρινθος από την θάλασσα μίλια γ́ (Πορτολ. Α 21125
        • β) (με την πρόθ. από ή εκ) βρίσκομαι μακριά από …:
          • εσέν διώκει η τύχη μου να λείψεις απ’ εμένα (Ιμπ. 194
          • λείψε εκ τα πένθη (Ιστ. Βλαχ. 2064
        • γ) μετακινούμαι:
          • εις τα κρικέλια του σεντουκιού να είναι οι λοστοί να μη λείψουν από αυτό (Πεντ. Έξ. XXV 15).
      • 8) (Με την πρόθ. από ή εκ) απέχω από κ.:
        • να λείψω από τον κόπον (Νεκρ. βασιλ. 15
        • εκ το κακόν να λείπεις (Σπαν. Α 465).
      • 9) Αποφεύγω, διστάζω:
        • (Χρον. Μορ. Η 4185).
      • 10) Απαλλάσσομαι (από κ.):
        • Τόσή 'ναι η ομορφιά σου … και πιον δεν λείβγω απού την δουλοσύνην (Κυπρ. ερωτ. 923).
  • II. Μέσ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Μου λείπει κ., χρειάζομαι:
        • Τούτο μόνο το βοτάνι λείπομέσθα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437
        • Τέσσερεις χρόνους λείπομαι να φτάξω τσι πενήντα (Φορτουν. Γ́ 163).
      • 2) Χάνω:
        • ελείφτησαν των λέ κατέργων (Μαχ. 4686).
      • 3) (Με γεν. ή αιτιατ.)
        • α) ελλείπω από κάπ., δημιουργώ έλλειψη, στέρηση:
          • πολλά τον λείπονται και εξ ανάγκης κλέπτει (Σπαν. Α 332· Φαλιέρ., Ιστ. 692
        • β) υπολείπομαι για κάπ. ή κ.:
          • τ’ αρνί μόνο τση λείπεται (ενν. της τράπεζας) (Θυσ. 778· Ασσίζ. 32313).
      • 4) Παραλείπω:
        • έρχομαι σε κοντολογιά και σας τ’ αναθιβάνω, να μην λειφτώ τη δήγηση (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46021).
      • 5) Διαφεύγω:
        • σοφός … λείπεται την παίδευσιν (Μαχ. 6422).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Αφήνομαι, εγκαταλείπομαι:
        • σαράντα ημέρες λείπεται άψαλτη η εκκλησιά (Χρον. Μορ. Η 768).
      • 2) Υπολείπομαι· μου μένει:
        • ο αγοραστής ένι κρατημένος να πλερώσει τό λείπεται του πλερώματος (Ασσίζ. 3810
        • Την Αρετούσα μοναχά λείπομαι να στολίσω, σα μ’ όρισεν ο βασιλιός (Ροδολ. Δ́ 65).
      • 3) Βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση:
        • (Βίος Αλ. 3145
        • εφέρασίνε άρματα ογιά να μη λειφτούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21411).
      • 4) Προκαλώ έλλειψη, ελλείπω:
        • Φούσσατον τότ’ ελείφθηκεν (Θρ. Κύπρ. Μ 740· Φορτουν. Γ́ 539).
      • 5) Απομακρύνομαι, είμαι μακριά:
        • από τους ξένους λείπετε (Χούμνου, Κοσμογ. 1102).
      • 6) Απουσιάζω:
        • εις την δοξολογίαν τους (ενν. των εορτών) μη λείπεσαι καθόλου (Ιστ. Βλαχ. 1626).
  • III. Απρόσ.
    • 1) Υπολείπεται:
      • τώρα με λείπει την αιτίαν να μάθω της αγάπης (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 722).
    • 2) Παραλείπεται:
      • τίβετσι και αυτοί δεν έλειψε να κάμου (Φορτουν. Γ́ 712).
    • 3) Δε γίνεται, δε συμβαίνει:
      • αν έλειπε ότι οι Έλληνες ολίγοι ήσαν … προς το πλήθος … των γυναικών …, όλες διώξει τις ήθελαν (Θησ. (Foll.) I 73
    • 4) Φρ. ολίγ’ ολίγο(ν) ελίγο) ελείφτηκε ή ήλειψε να … = παραλίγο να (γίνει κ.):
      • (Ερωτόκρ. Β́ 2164), (Φορτουν. Β́ 295), (Ερωτόκρ. Δ́ 1883).
  • Οι μτχ. ενεστ. λείποντος (αρσ.) και λείπον (αιτιατ. ουδ.) σε θέση επιρρ. = εκτός:
    • λείποντος της Κλυταιμνήστρας (Ερμον. Η 128
    • χιλιάδες δεκαδύο … λείποντος των μεγιστάνων (Ερμον. Ε 152
    • λείπον τούτων (Ερμον. Δ 63).

[αρχ. λείπω. Ο τ. ‑βγω και σήμ. ιδιωμ., ‑βκω κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες