Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λατινογενής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λατινογενής -ής -ές [latinojenís] Ε10 : που προέρχεται από τους Λατίνους. || (ειδικότ.) που προέρχεται από τη λατινική γλώσσα: Tα γαλλικά / τα ιταλικά είναι λατινογενείς γλώσσες.

[λόγ. Λατίν(ος) -ο- + -γενής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες