Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λασπόνερο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λασπόνερο το [laspónero] Ο41 & λασπονέρι το [lasponéri] Ο44 : νερό θολό, γεμάτο χώματα: Tσαλαβουτήσαμε μέσα στα λασπόνερα.

[λάσπ(η) -ο- + νερ(ό) -ο, -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες