Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπρά
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
λαμπρά, επίρρ.
  • 1) Αρχοντικά, μεγαλόπρεπα:
    • λαμπρά τους υποδέχονται (Φλώρ. 1835).
  • 2) Ωραία, με κομψότητα και πολυτέλεια, περίτεχνα:
    • (Λίβ. Esc. 2152
    • τον ναόν … ιστόρησεν ωραιότατα και λαμπρά (Ιστ. πατρ. 16919).
  • 3) (Προκ. για λόγια) ξεκάθαρα, με σαφήνεια:
    • το λέγει ο Παύλος λαμπρά (Πηγά, Χρυσοπ. 140 (43)).

[<επίθ. λαμπρός. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπράδα η· λαμπυράδα.
  • Λάμψη:
    • Τη λαμπυράδα της φωτιάς … εθώρου (Ερωτόκρ. Β́ 531).

[<επίθ. λαμπρός + κατάλ. ‑άδα. Ο τ. <λαμπυρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπραίνω.
  • Ά (Μτβ.) προσδίδω αίγλη, κοσμώ, εξυψώνω:
    • Της υψηλότης σου ερθομός την χώρα μας … λαμπραίνει (Ροδολ. Έ 23).
  • Β́ (Αμτβ.) γίνομαι καθαρός, αστραφτερός, λάμπω:
    • το χρυσάφι στην φωτιάν λαμπραίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [951]).

[<λαμπρύνω]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπράτος, επίθ.
  • Λαμπερός· που εκπέμπει λαμπρό φως:
    • Αι λαμπάδες αι λαμπράται (Χρησμ. I 346).

[<επίθ. λαμπρός + κατάλ. ‑άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες