Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λίθινος, επίθ.
-
- 1) Πέτρινος:
- (Βέλθ. 413).
- 2) (Μεταφ. προκ. για καρδιά) σκληρός, άπονος:
- (Μ. Χρονογρ. 348).
[αρχ. επίθ. λίθινος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πέτρινος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίθινος -η -ο [líθinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από πέτρα· πέτρινος: Λίθινα όπλα / εργαλεία. || Λίθινη εποχή, η εποχή του λίθου.
[λόγ. < αρχ. λίθινος]