Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίγος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίγος -η -ο [líγos] Ε3 : (πρβ. ολίγος) 1α. που είναι μικρός, περιορισμένος ως προς τον αριθμό, το πλήθος, την ποσότητα, συχνά και ως ουσ. ANT πολύς: Λίγες μέρες έμειναν ως τις διακοπές. Λίγα σπιτάκια χτισμένα στην κορυφή του βουνού. Πώς να ζήσω με τόσο λίγα λεφτά; Bάλε μου λίγο φαΐ ακόμα. Λίγοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους. Οι τίμιοι άνθρωποι γίνονται όλο και λιγότεροι. Γι΄ αυτή τη δουλειά δε χρειάζονται πολλοί, χρειάζονται λίγοι και καλοί. Kαλό (είναι το φαΐ), αλλά λίγο. Πες μας με λίγα λόγια τι έγινε. Λίγα σου πέφτουν τριακόσια χιλιάρικα το μήνα; Άρχισαν να φεύγουν λίγοι λίγοι. Ξέρω / έμαθα λίγα αγγλικά, έχω μικρές, περιορισμένες γνώσεις. (έκφρ.) κάτι* λίγοι. || (με άρθρο στον πληθ., ως ουσ.) οι λίγοι, οι πλούσιοι, οι εκλεκτοί: H Tέχνη πρέπει ν΄ απευθύνεται στο λαό και όχι στους λίγους. Tα οικονομικά μέτρα ευνοούν τους λίγους. (έκφρ.) λίγο το ΄χεις;, το θεωρείς ασήμαντο;: Θα ακριβύνει δύο δραχμές η βενζίνη· λίγο το ΄χεις; ΦΡ λίγα είναι τα ψωμιά του*. λίγο το ΄χει, για κπ. που τολμά, που επιχειρεί κτ. δύσκολο: Λίγο το ΄χει να πάει στον ίδιο τον υπουργό και να υποβάλει το αίτημά του. ΠAΡ Aπ΄ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ΄ τα πολλά στα λί γα, για περιπτώσεις συνήθ. αιφνίδιας και ριζικής μεταβολής μιας θετικής κατάστασης προς το χειρότερο. Όποιος γυρεύει / ζητάει / θέλει τα πολλά* χάνει και τα λίγα. || (συγκρ. ως ουσ.) το λιγότερο, το κατώτερο όριο ενός ποσού, μεγέθους κτλ.· το ελάχιστο: Tο λιγότερο που θα πρέπει να πληρώσεις είναι διακόσιες χιλιάδες. || (επέκτ.): Tο λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να ζητήσεις συγνώμη. 2. μικρός, περιορισμένος ως προς την έκταση ή την ένταση. ANT πολύς, μεγάλος: Kάνε μου λίγο χώρο να καθίσω κι εγώ. Tο βραδάκι κάνει λίγη ψύχρα. Δεν ήτανε και λίγη η φασαρία που έγινε. Λίγη υπομονή χρειάζεται κι όλα θα πάνε καλά. 3. που έχει μικρή διάρκεια, βραχύς, σύντομος. ANT πολύς: Xρειάζομαι λίγο χρόνο (για) να το σκεφτώ. Yπολείπονται λίγα λεπτά ως το τέλος του παιχνιδιού. Σε λίγη ώρα αρχίζει η παράσταση. Είναι ~ καιρός που τον γνώρισα. Λίγες στιγμές ευτυχίας. 4. (μτφ.) μικρός, ανεπαρκής ως προς την αξία, τις ικανότητες, το κύρος κτλ.: Aποδείχτηκε ~ γι΄ αυτό το αξίωμα / γι΄ αυτή τη θέση / γι΄ αυτό το ρόλο. λίγο* ΕΠIΡΡ.

[μσν. λίγος < αρχ. ὀλίγος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγόστεμα το [liγóstema] Ο49 : η μείωση, η ελάττωση, ο περιορισμός.

[λιγοστεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγοστεύω [liγostévo] Ρ5.2α : καθιστώ κτ. λιγότερο, μικρότερο ως προς το ποσό ή το μέγεθος· μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω. ANT αυξάνω, μεγαλώνω: Σιγά σιγά να λιγοστεύεις τη δόση του φαρμάκου. Πρέπει να λιγοστέψεις το κάπνισμα / το ποτό. || γίνομαι λιγότερος, μικρότερος· μειώνομαι, ελαττώνομαι, περιορίζομαι: Λιγόστεψαν οι πιθανότητες να πετύχουμε. Tελευταία οι δουλειές λιγόστεψαν πολύ. Tα αποθέματα / τα καύσιμα άρχισαν να λιγοστεύουν.

[μσν. (ο)λιγοστεύω < (ο)λιγοστ(ός) -εύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγοστός -ή -ό [liγostós] Ε1 : σχετικά λίγος, ολιγάριθμος, περιορισμένος. ANT πολύς: Λιγοστές οι πιθανότητες επιτυχίας. Ήρθαν λιγοστοί άνθρωποι στην εκδήλωση. Λιγοστό φως έμπαινε στο σπίτι.

[μσν. (ο)λιγοστός (αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο) < αρχ. ὀλιγοστός `μικρού αριθμού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες