Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίβανος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίβανος ο [lívanos] Ο19 : το δέντρο που παράγει το λιβάνι.

[λόγ. < αρχ. λίβανος σημιτ. προέλ., ίσως με επίδρ. του ονόματος του βουνού Λίβανος]

[Λεξικό Κριαρά]
λίβανος ο.
  • Λιβάνι:
    • (Ιερακοσ. 4845
    • (ειρων.):
      • την πορδήν μας λίβανον (Σπανός Α 536).

[αρχ. ουσ. λίβανος. Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες