Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ληνός ο [linós] Ο17 : (λόγ.) μεγάλος κάδος ή χτισμένος χώρος μέσα στον οποίο πατιούνται τα σταφύλια για να βγει ο μούστος· πατητήρι.
[λόγ. < ελνστ. ληνός, αρχ. σημ.: `σκεύος σε σχήμα σκάφης΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ληνός ο.
-
- Πατητήρι σταφυλιών:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 302).
[αρχ. ουσ. ληνός η. Τ. λανός, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Πατητήρι σταφυλιών: