Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λέρα η [léra] Ο25α : (οικ.) 1. η βρομιά, η ακαθαρσία, η λίγδα: Ο γιακάς του ήταν μαύρος από τη ~. Οι τοίχοι έχουν πιάσει ~. || λεκές από ακαθαρσία: Tο σακάκι του είναι γεμάτο λέρες. 2. (μτφ.) άνθρωπος αισχρός, χωρίς ενδοιασμούς, παλιάνθρωπος, μούτρο: Mην τον εμπιστεύεσαι, είναι μεγάλη ~.
[μσν. λέρα < λερ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λέρα η.
-
- 1)
- α) Βρομιά, ακαθαρσία:
- (Πουλολ. 434)·
- πολλή λέρα εις τ’ αφθία σου (Σπανός Α 513)·
- β) λεκές, κηλίδα:
- Εις τσόχαν λερωμένην ή λάδιν ή πάσα λέρα (Ιατροσ. κώδ. φνς́).
- α) Βρομιά, ακαθαρσία:
- 2) (Μεταφ.) αμάρτημα:
- η κάθαρσις της λέρας της σαρκός (Χριστ. διδασκ. 147).
- Ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 2288).
[<λερώνω· λιγότερο πιθ. <επίθ. λερός (Δημ., ΛΚΝ) <αρχ. ολερός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1)