Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάφυρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαφυραγώγηση η [lafiraγójisi] Ο33 : η αρπαγή λαφύρων, λείας, κυρίως από αντίπαλο· λεηλασία, πλιάτσικο.

[λόγ. λαφυραγωγη- (λαφυραγωγώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαφυραγωγία η [lafiraγojía] Ο25 : η λαφυραγώγηση.

[λόγ. < ελνστ. λαφυραγωγία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαφυραγωγώ [lafiraγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : κυριεύω, αρπάζω λάφυρα, λεία κυρίως από αντίπαλο· λεηλατώ, πλιατσικολογώ.

[λόγ. < ελνστ. λαφυραγωγῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες