Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάσο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάσο το [láso] Ο39 : μακρύ σκοινί που το ένα άκρο του καταλήγει σε θηλιά και που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη ζώων (ιδίως βοοειδών).

[ιταλ. ή γαλλ. lasso < ισπαν. lazo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες