Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάμπη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
λαμπή η.
  • Λάμψη, φωτισμός:
    • (Αξαγ., Καρολ. Έ 1204).

[<λάμπω + κατάλ. ‑ή· πβ. αναλαμπή]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπηδών ‑όνα η.
  • Λάμψη, ακτινοβολία:
    • ουδέν τι φαεινότερον ηλίου λαμπηδόνος (Γλυκά, Στ. Β́ 47
    • (μεταφ.):
      • την λαμπηδόνα του προσώπου της (Διήγ. Αλ. V 25).

[μτγν. ουσ. λαμπηδών. Η λ. (‑όνα) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λάμπημα το· λάμβημα.
  • Λάμψη· φωτεινότητα:
    • το λάμβημά του οχ το πρόσωπό του έλαμπε … (Εβρ. ελεγ. 172).

[<λάμπω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. κατά δήθεν εξαρχαϊσμό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες