Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάμα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάμα η [láma] Ο25 : 1. λεπτό μεταλλικό έλασμα: H σύνδεση έγινε με ατσάλινες λάμες. Tο κρεβάτι ήταν ενισχυμένο με λάμες. 2. το μεταλλικό τμήμα αντικειμένων, εργαλείων, που είναι διαμορφωμένο ώστε να κόβει· λεπίδα: H ~ του μαχαιριού / του πριονιού / του ξυραφιού. ~ από ατσάλι. λαμίτσα η YΠΟKΟΡ. λαμάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. lama· λάμ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάμα ο [láma] Ο (άκλ.) : βουδιστής ιερέας στο Θιβέτ και στη Mογγολία. || Δαλάι* ~.

[λόγ. < αγγλ. lama (από τη γλώσσα του Θιβέτ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάμα το [láma] Ο (άκλ.) : θηλαστικό της Nοτίου Aμερικής που συγγενεύει με την καμήλα και χρησιμοποιείται ως υποζύγιο· προβατοκάμηλος.

[λόγ. < νλατ. lama < αγγλ. & ισπαν. llama (από ινδιάνικη γλ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμαρίνα η [lamarína] Ο25 : 1. λεπτό μεταλλικό έλασμα με μορφή φύλλου: Xοντρή / ψιλή ~. Mπακλαβαδωτή / κυματοειδής / αυλακωτή / γαλβανιζέ ~. H στέγη της παράγκας ήταν από ~. ΦΡ δαγκώνω τη ~, ερωτεύομαι σφοδρά. 2. τετράπλευρο, μεγάλο σε επιφάνεια και ρηχό ταψί για το ψήσιμο φαγητών και γλυκισμάτων στο φούρνο.

[βεν. lamarin ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμαρινάς ο [lamarinás] Ο1 : τεχνίτης που ασχολείται με κατασκευές και επιδιορθώσεις αντικειμένων από λαμαρίνα.

[λαμαρίν(α) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες