Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάβρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάβρος -η / -α -ο [lávros] Ε3, Ε4 : που είναι ορμητικός, σφοδρός, βίαιος: ~ έρωτας / πόθος. Λάβρα ορμή / φλόγα. Ο ομιλητής επιτέθηκε ~ εναντίον της κοινωνικής διαφθοράς. λάβρα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. λάβρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες