Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κώνωψ ‑πας ο, (Iατροσ. κώδ. ροε´), (Aχιλλ. N 1696).
-
[αρχ. ουσ. κώνωψ. Βλ. και κούνουπας, κουνούπιον. H λ. (‑πας) στο Βλάχ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. κώνωψ. Βλ. και κούνουπας, κουνούπιον. H λ. (‑πας) στο Βλάχ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |