Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κωνάρι(ν) το.
-
- 1) Kουκουνάρι:
- (Σταφ., Iατροσ. 234).
- 2) Kοκκάρι, μικροί βολβοί του κρεμμυδιού:
- (Aσσίζ. 24416).
[μτγν. ουσ. κωνάριον. T. κουνάριον ήδη στους Συνεχιστές του Θεοφάνη 1422 και τ. κουνάρι σήμ. ιδιωμ. H λ. (‑ιν) και σήμ. κυπρ.]
- 1) Kουκουνάρι: