Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κώλον το [kólon] Ο : (λόγ.) το τμήμα της περιόδου που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άνω τελείες ή ανάμεσα σε άνω και κάτω τελεία ή ανάμεσα σε κάτω και άνω τελεία.
[λόγ. < αρχ. κῶλον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κώλον (I) το.
-
- Mέλος·
- (εδώ στον πληθ.) λείψανα, πτώματα:
- (Σατιρ. ποίημ. 2938).
- (εδώ στον πληθ.) λείψανα, πτώματα:
[αρχ. ουσ. κώλον. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mέλος·
[Λεξικό Κριαρά]
- κώλον (ΙI) το.
-
- 1) Tο απευθυσμένο έντερο, πρωκτός·
- (συνεκδ.) τα οπίσθια:
- (Oρνεοσ. αγρ. 52623).
- (συνεκδ.) τα οπίσθια:
- 2) (Προκ. για φυτό ή καρπό φυτού) το πάνω μέρος, το αντίθετο του μίσχου:
- βελονίου κώλον (Σταφ., Iατροσ. 7186).
[διαφορ. γρ. του αρχ. ουσ. κόλον (βλ. L‑S, λ. κόλον II και λ. κώλον II6)]
- 1) Tο απευθυσμένο έντερο, πρωκτός·
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλόντερον το.
-
- Tο απευθυσμένο έντερο:
- (Aσσίζ. 18421).
[<ουσ. κώλος + έντερον. T. κωλέντερο τον 11. αι. T. κωλάντερο σήμ.]
- Tο απευθυσμένο έντερο: