Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κώδων ο· κούδων, (Διγ. Z 3443).
-
[αρχ. ουσ. κώδων]
- κώδωνας ο [kóδonas] Ο5 : (λόγ.) 1. κουδούνι. ΦΡ κρούω τον κώδωνα του κινδύνου*. 2. ημισφαιρικό γυάλινο σκεύος του οποίου το σχήμα παραπέμπει στο σχήμα του κουδουνιού1 και που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια χημείας.
[λόγ. < αρχ. κώδων, αιτ. -ωνα]
- κωδώνιον το· κουδούνι· κουδούνιν· κουδούνιον.
-
- Kουδούνι:
- (Διγ. Άνδρ. 34713).
[μτγν. ουσ. κωδώνιον. T. κωδώνιν σήμ. ποντ. O τ. κουδούνι στο Βλάχ. (πληθ. ‑ια στο Meursius) και σήμ.]
- Kουδούνι:
- κωδωνίσκη η.
-
- (Πιθ.) επίθημα σε σχήμα κουδουνιού:
- (Oρνεοσ. αγρ. 56123).
[<ουσ. κώδων + κατάλ. ‑ίσκη]
- (Πιθ.) επίθημα σε σχήμα κουδουνιού:
- κωδωνίτσιν το.
-
- Kουδουνάκι:
- πάμπολλα κωδωνίτσια και ήχος ετελείτο (Διγ. Gr. 1186).
[<ουσ. κώδων + κατάλ. ‑ίτσιν. Τ. ‑ι και κουδουνίτσι σήμ. ιδιωμ. (Georgacas 1982: 226)]
- Kουδουνάκι:
- κωδωνοειδής -ής -ές [koδonoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα κώδωνα.
[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + -ειδής]
- κωδωνοκρουσία η [koδonokrusía] Ο25 : παρατεταμένο χτύπημα της καμπάνας, συνήθ. με πανηγυρικό χαρακτήρα. ΦΡ υποδέχομαι κπ. με κωδωνοκρουσίες, θριαμβευτικά, με μεγάλη χαρά.
[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + κρουσ- (κρούω) -ία]
- κωδωνοκρούστης ο [koδonokrústis] Ο10 : (λόγ.) αυτός στον οποίο έχουν αναθέσει να χτυπά την καμπάνα στην εκκλησία.
[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + κρουσ- (κρούω) -της κατά το ελνστ. κυμβαλοκρούστης `που χτυπάει κύμβαλα΄]
- κωδωνοστάσιο το [koδonostásio] Ο40 : (λόγ.) καμπαναριό.
[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + -στάσιον]
- κωδωνοφόρος, επίθ.
-
- Που φορά κουδούνια:
- κριοί … κωδωνοφόροι (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 22323).
[μτγν. επίθ. κωδωνοφόρος]
- Που φορά κουδούνια: